Σε απάντηση ερωτήματος σας αν εκτελούνται τα ασφαλιστικά μέτρα και οι προσωρινές διαταγές μετά την υπ’ αριθμ. 49214/21-7-2015 Κ.Υ.Α
Σκοπός των ασφαλιστικών μέτρων είναι η διασφάλιση των αμφισβητούμενων δικαιωμάτων των διαδίκων μέχρι την οριστική κρίση της διαφοράς ή η ρύθμιση μέχρι τότε μιας κατάστασης προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου ή λόγω συνδρομής επείγουσας περίπτωσης (άρθρ. 682 ΚΠολΔ). Οι προϋποθέσεις έτσι για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι αφενός μεν η ύπαρξη δικαιώματος και γενικότερα έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και αφετέρου η συνδρομή επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης.
Τα ασφαλιστικά μέτρα διακρίνονται σε συντηρητικά και ρυθμιστικά . Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται τα ασφαλιστικά μέτρα που δεσμεύουν προσωρινά περιουσιακής φύσης στοιχεία του οφειλέτη για να διασφαλίσουν την πιθανολογούμενη απαίτηση του δανειστή από τον κίνδυνο να μείνει ανικανοποίητη, όταν στο άμεσο μέλλον εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, ενώ στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται τα ασφαλιστικά μέτρα που ρυθμίζουν προσωρινά την κατάσταση μέχρι να κριθούν οριστικά οι υπό εξέταση έννομες σχέσεις, ως προς τις οποίες υπάρχει άμεση και πιεστική ανάγκη να ενεργοποιηθούν μέχρι τότε ή ανάλογα να αδρανοποιηθούν για να αποφευχθεί η δημιουργία αμετάκλητων ή δυσβάστακτων συνεπειών σε σχέση με το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα της κύριας δίκης.
Η συντηρητική κατάσχεση και η δικαστική μεσεγγύηση αποτελούν ασφαλιστικά μέτρα με διαφορετικό σκοπό ως προς μία και την αυτή απαίτηση, αφού η μεν συντηρητική κατάσχεση (άρθρ. 707 επ. ΚΠολΔ) δεσμεύει προσωρινά περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη για να καταστεί δυνατή η μελλοντική έμμεση αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικής ή αποτιμητής σε χρήμα απαίτησης του δανειστή, ενώ η δικαστική μεσεγγύηση (άρθρ. 725 επ. ΚΠολΔ) δεσμεύει προσωρινά το πράγμα με σκοπό να αποδοθεί αυτούσιο στο δικαιούχο, επειδή υπάρχει κίνδυνος βλάβης, καταστροφής ή απώλειας του πράγματος μέχρι να εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο η αντίστοιχη απαίτησή του , η οποία θα πρέπει να δημιουργεί διαφορά ως προς την κυριότητα, τη νομή ή την κατοχή του πράγματος ή οποιαδήποτε άλλη διαφορά σχετική με το πράγμα, δηλαδή και ενοχικής φύσης, στο πλαίσιο της οποίας αυτός που ζητεί τη δικαστική μεσεγγύηση μπορεί να ζητήσει αυτούσιο το πράγμα
Η έκδοση προσωρινής διαταγής (άρθρ. 691 ΚΠολΔ) υπαγορεύεται από την ανάγκη να παρασχεθεί έννομη προστασία και πριν από την έκδοση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων για να αντιμετωπισθεί κατεπείγουσα περίπτωση ή άμεσος κίνδυνος με μέτρα που θα εξασφαλίζουν ή θα διαφυλάσσουν μέχρι τότε το κρίσιμο ουσιαστικό δικαίωμα ή θα ρυθμίζουν την κατάσταση. Με την έννοια αυτή η προσωρινή διαταγή αποτελεί εγγύηση διασφάλισης του επικείμενου ασφαλιστικού μέτρου και συνεπώς μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία, αυτονόητο είναι, ότι δεν επιτρέπεται να οδηγεί στην ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος ή να θίγει δικαιώματα τρίτων (άρθρ. 692 ΚΠολΔ). Επιτρέπεται όμως η προσωρινή διαταγή να συνδυασθεί με εγγυοδοσία του αιτούντος και εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρ. 694, 701 ΚΠολΔ, με συνέπεια να μην μπορεί να εκτελεσθεί η προσωρινή διαταγή και να αίρεται αυτή αυτοδικαίως, αν δεν χορηγηθεί από τον αιτούντα η εγγυοδοσία μέσα στην προθεσμία που ορίσθηκε σχετικά .
Γενικώς η δεσμευτικότητα της προσωρινής διαταγής είναι η κοινή δεσμευτικότητα που έχουν όλες οι πράξεις, που καλύπτονται από το τεκμήριο της νομιμότητας και απαιτούν συμμόρφωση με το περιεχόμενό τους, εφόσον δεν έχουν καταργηθεί ή ανακληθεί. Η συνειδητοποίηση του λειτουργικού αυτού ρόλου της προσωρινής διαταγής είναι σε τελική ανάλυση περισσότερο σημαντική από την οποιαδήποτε προσπάθεια δογματικού χαρακτηρισμού της ως απόφασης ή ως διοικητικής πράξης, προσωρινή διαταγή, συνεπάγεται ακυρότητα από το άρθρ. 176 ΑΚ , που αφορά όμως απαγόρευση διάθεσης επιβληθείσα με δικαστική απόφαση και αναλογικά μόνο εφαρμόζεται και για απαγόρευση διάθεσης επιβληθείσα με προσωρινή διαταγή.
Η προσωρινή διαταγή με περιεχόμενο την παράλειψη νομικής πράξης εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή της απαγόρευσης διάθεσης και γενικότερα μεταβολής της νομικής κατάστασης των περιουσιακών στοιχείων του καθ’ ου, που περιλαμβάνει ως έννοια οποιαδήποτε μεταβίβαση, σύσταση, επιβάρυνση ή αλλοίωση των στοιχείων αυτών . Με την ευρεία αυτή έννοια η διάθεση που γίνεται παρά την απαγόρευση, προκαλεί, εφόσον η προσωρινή διαταγή γνωστοποιήθηκε προηγουμένως νόμιμα στον καθ’ ου (άρθρ. 700 ΚΠολΔ), σχετική ακυρότητα κατά το άρθρ. 176 ΑΚ, που παραπέμπει στο άρθρ. 175 ΑΚ και εφαρμόζεται αναλόγως, αφού η προσωρινή διαταγή δεν ισοδυναμεί, κατά την ορθότερη γνώμη, με δικαστική απόφαση .
Την ακυρότητα της απαγορευμένης διάθεσης δικαιούνται να επικαλεσθούν εκτός από αυτόν για τον οποίο εκδόθηκε η προσωρινή διαταγή, οι καθολικοί ή οι ειδικοί διάδοχοί του ως προς την ασφαλιζόμενη απαίτησή του και οι δανειστές του κατά το άρθρ. 72 ΚΠολΔ, ενώ άλλα πρόσωπα δεν μπορούν να επικαλεσθούν την ακυρότητα, μπορούν όμως να επωφεληθούν από τη νόμιμη επίκλησή της από δικαιούμενο πρόσωπο. Η ακυρότητα προτείνεται έναντι όλων και δεν αντιτάσσεται η καλή πίστη του ανακόπτοντος, αφού αυτή καλύπτει κατά τα άρθρ. 1036-1039 ΑΚ μόνο την έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος και όχι την απαγόρευση διάθεσης .
Ειδικά η ακυρότητα της απαγορευμένης νομικής μεταβολής ακινήτου, πλοίου, αεροσκάφους ή εμπράγματου δικαιώματος σ’ αυτά ισχύει έναντι των τρίτων με την προϋπόθεση ότι σημειώθηκε προηγουμένως η προσωρινή διαταγή στα αντίστοιχα δημόσια βιβλία (άρθρ. 691 ΚΠολΔ).
Συμπερασματικά, η νομική μας άποψη είναι ότι εκτελούνται οι συντηρητικές κατασχέσεις, οι δικαστικές μεσεγγυήσεις και οι προσωρινές διαταγές .
Επί παραδείγματι, νόμιμη η επίδοση προσωρινής διαταγής για απαγόρευση μεταβολής της νομικής κατάστασης των περιουσιακών στοιχείων του καθ’ού σε τραπεζικές εταιρείες με επιταγή προκειμένου να συμμορφωθούν με την προσωρινή διαταγή και να μην επιτρέψουν την κίνηση οποιωνδήποτε τραπεζικών λογαριασμών του καθόυ.
Με εκτίμηση
Ο Γραμματέας
Μιχάλης Κανέλλος