ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΣ ΡΩΤΑΤΕ

ΣτΕ 819/2015

Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος Δημοσίου – Διοικητική διαφορά ουσίας – Μη συμμόρφωση Δημοσίου – Επιτρεπτή κατάσχεση εσόδων από Δ.Ο.Υ. -.

Κρίθηκε ότι η κρινόμενη διαφορά, η οποία ανέκυψε από την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του αναιρεσείοντος Δημοσίου για την ικανοποίηση απαιτήσεως του αναιρεσιβλήτου, η οποία απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και επιδικάσθηκε σʼ αυτόν με αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, είναι διοικητική διαφορά ουσίας υπαγομένη στη δικαιοδοσία του διοικητικών δικαστηρίων, όπως ορθά έκρινε εν προκειμένω το δικάσαν Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο. Περαιτέρω, νομίμως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι οι εισπράξεις των ΔΟΥ κατατίθενται μεν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 68 του ΚΔΛ, στην Τράπεζα της Ελλάδας σε λογαριασμούς που ορίζονται από τον Υπ. Οικονομικών, και σε χρέωση αυτών πραγματοποιούνται αναλήψεις χρηματικών ποσών για την πληρωμή των εγγεγραμμένων στον ετήσιο προϋπολογισμό δαπανών για τις λειτουργικές δραστηριότητες ή σκοπούς του δημοσίου, ο προορισμός, όμως, των χρημάτων αυτών, διά μέσου του κρατικού προϋπολογισμού, δεδομένου ότι γίνεται για την κάλυψη αδιακρίτως οποιοδήποτε δημόσιας δαπάνης, δεν αρκεί για να καταστούν ακατάσχετα στο σύνολο τους τα χρηματικά διαθέσιμα του Δημοσίου που βρίσκονται στα ταμεία των ΔΟΥ, αλλά, ενόψει του ότι η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης υπηρετεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, απαιτείται επιπλέον να δημιουργείται κίνδυνος ανατροπής της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού ως προς την εκπλήρωση των δαπανών, ισχυρισμό που, εν προκειμένω, το Δημόσιο δεν προέβαλε. Απόρριψη αίτησης Δημοσίου

ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΕ ΔΙΑΔΙΚΟ ΠΟΥ ΔΙΑΜΕΝΕΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

 Μόνη η υπογραφή αγωγής από δικηγόρο δεν τον καθιστά αντίκλητο για αντίθετη αγωγή κατά του ενάγοντος.

ΕιρΑθ 1993/2016 – Επίδοση σε διάδικο που διαμένει στο εξωτερικό – Διορισμός αντικλήτου. Περίληψη: Μόνη η υπογραφή από δικηγόρο αγωγής δεν τον καθιστά αυτοδικαίως και αντίκλητο, με εξαίρεση μόνο την επίδοση κλήσης για την πρώτη συζήτηση της αγωγής, αφού η ιδιότητα του αντικλήτου επιφυλάσσεται μόνο στο δικαστικό πληρεξούσιο που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 ΚΠολΔ. Μόνη η υπογραφή αγωγής από δικηγόρο δεν τον
καθιστά και αντίκλητο για αντίθετη αγωγή που στρέφεται κατά του ενάγοντος, με την οποία ανοίγεται νέα δίκη.
«Από τις διατάξεις των άρθρων 134, 136 παρ. 1, 142 παρ. 1 και 4 και 143 παρ.1 και 4 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίδοση σε διάδικο που διαμένει στο εξωτερικό γίνεται προς τον Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη και θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις εγχειρισθεί σ’ αυτόν το προς επίδοση έγγραφο, ανεξάρτητα από το χρόνο της περαιτέρω αποστολής και παραλαβής αυτού. Σε περίπτωση όμως εφαρμογής της από 15-11-1965 Σύμβασης της Χάγης, που κυρώθηκε με το Ν.1334/1983, πρέπει να τηρούνται οι από αυτήν οριζόμενοι όροι. Αν όμως ο ρηθείς διάδικος έχει διορισμένο αντίκλητο η επίδοση γίνεται υποχρεωτικά σ’ αυτόν, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι ο διορισμός του έγινε νόμιμα, δηλαδή με δήλωση ενώπιον της γραμματείας του Πρωτοδικείου της κατοικίας του δηλούντος ή της πρωτεύουσας, προκειμένου περί κατοίκου του εξωτερικού ή με ρήτρα σε σύμβαση, που όμως καλύπτει μόνο την επίδοση όλων των διαδικαστικών πράξεων που έχουν σχέση με τη σύμβαση, ή με διορισμό πληρεξουσίου δικηγόρου κατά το άρθρο 96 τουΚΠολΔ. Συνεπώς διορισμός αντικλήτου κατ’ άλλον τρόπο, όπως με μονομερή δήλωση του διαδίκου δι’ εγγράφου, δεν είναι ισχυρός και η επίδοση προς αυτόν είναι άκυρη (βλ.ΑΠ 661/2000 ΕλλΔνη 41.1612 174/2003ΕλλΔνη 45.441 Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ άρθρο 142 αριθμ.8 και 30).
Εξάλλου ο δικηγόρος που παραστάθηκε για τον εναγόμενο κατά τη συζήτηση της αγωγής, δεν είναι για το λόγο αυτό αντίκλητος. Τέλος, η ιδιότητα κάποιου ως αντικλήτου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Επομένως ο επικαλούμενος επίδοση σε αντίκλητο του διαδίκου φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως της ιδιότητάς του, ενώ η επίδοση προς πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του αντικλήτου είναι ανυπόστατη (ΑΠ 1008/2006 ΝοΒ 55,884, ΕφΠειρ. 792/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 92/2008 Πειρ.Νομ. 2008,90).
Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 143 παρ.3, 96 και 104 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο δικηγόρος που υπογράφει ως πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος την αγωγή θεωρείται μέχρι και την πρώτη συζήτησή της, πληρεξούσιος αυτού. Μόνη όμως η υπογραφή από δικηγόρο αγωγής, δεν τον καθιστά αυτοδικαίως και αντίκλητο, με εξαίρεση μόνο την επίδοση της κλήσης για την πρώτη συζήτηση της αγωγής, αφού η ιδιότητα του αντικλήτου επιφυλάσσεται μόνο στο δικαστικό πληρεξούσιο του διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 ΚΠολΔ, δηλαδή είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά.

Νέα νομολογία: Απόρριψη δικογράφου ως απαράδεκτου λόγω μη αναγραφής του ΑΦΜ

Η παράλειψη αναγραφής του ΑΦΜ του αιτούντος ασφαλιστικό μέτρο οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης, μετά την καθιέρωση της υποχρεωτικής αναγραφής στο άρθρο 118 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με το νόμο 4335/2015. Η πρόσφατη αυτή απόφαση του Μον.Πρωτοδικείου Αθηνών (4209/2016), σε αντίθεση με την 17/2016 του Μον.Πρωτοδικείου Λαμίας (Ασφ.) που είχε κρίνει ότι η παράλειψη αναγραφής του ΑΦΜ και της Δ.Ο.Υ. του αιτούντος καθώς και της
διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του πληρεξουσίου δικηγόρου δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, απέρριψε το δικόγραφο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας καθώς αυτό δεν περιείχε τα απαραίτητα για τη θεμελίωση του στοιχεία και συγκεκριμένα δεν αναγραφόταν σε αυτό ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) των αιτούντων, του οποίου η αναγραφή απαιτείται με ποινή απαραδέκτου.

Σε αντίθεση με την απόφαση του Πρωτοδικείου της Λαμίας, σύμφωνα με την οποία, η εν λόγω παράλειψη δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, εφ’ όσον στην ως άνω διάταξη, δεν ορίζεται καμία δικονομική συνέπεια σε περίπτωση μη αναγραφής των ανωτέρω στοιχείων, τα οποία δύνανται να συμπληρωθούν εκ των υστέρων, στην απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, αναφέρεται ότι η έρευνα αναγραφής των παραπάνω στοιχείων γίνεται αυτεπάγγελτα από τον Δικαστή, γιατί ανάγεται στην προδικασία και δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με το γραπτό σημείωμα, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων. Κατόπιν αυτού, εφόσον δεν είχε αναγραφεί ο ΑΦΜ του αιτούντος, η αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων απορρίφθηκε από το δικαστήριο χωρίς να εξεταστεί στην ουσία της. Το δικαστήριο μάλιστα συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα με την αιτιολογία ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

ΣτΕ 389/2016 (Στ’).

Ενόψει του ότι οι διατάξεις της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω του πολύπλοκου και τεχνικού χαρακτήρα τους και της τυπικότητος που διέπει τη σχετική διαδικασία, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεν είναι δυνατή η κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 19 ΚΕΔΕ, σύνταξη του προγράμματος πλειστηριασμού κατασχεθέντων ακινήτων από άλλο, εκτός του Διευθυντή της οικείας ΔΟΥ όργανο ή η ανάθεση της σύνταξής του σε δικαστικό επιμελητή, ούτε πολλώ μάλλον η μέσω του άρθρου 89 ΚΕΔΕ αναγωγή στις διατάξεις του ΚΠολΔ.

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Optionally add an image (JPEG only)