ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 51 ΤΟΥ Ν. 2318/1995 ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 97 ΚΑΙ 99

Με  το υπ’ αριθμ. 55 άρθρο του Νόμου 5016/2023 (ΦΕΚ 21/Α/4-2-2023)   Διεθνής Εμπορική Διαιτησία – Ρυθμίσεις για τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις, αντικαταστάθηκε το άρθρο 51 του ν. 2318/1995 και  με τα άρθρα 56 και 57 του ίδιου Νόμου τροποποιήθηκαν τα άρθρα  97 και 99 αντίστοιχα του ν. 2318/1995, ως εξής:  

Άρθρο 55

Ειδικός διανεμητικός λογαριασμός δικαστικών επιμελητών – Αντικατάσταση άρθρου 51 ν. 2318/1995

1. Το άρθρο 51 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών [ν. 2318/1995 (Α’ 126)] αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 51

Ειδικός διανεμητικός λογαριασμός

1.Συστήνεται ειδικός διανεμητικός λογαριασμός με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται μετά από εισήγηση του διοικητικού συμβουλίου του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών, με την απόλυτη πλειοψηφία του αριθμού των μελών του, η οποία επικυρώνεται από τη γενική συνέλευση του συλλόγου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 99, με την ειδική πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των παρόντων μελών της. Σκοπός του ειδικού διανεμητικού λογαριασμού είναι η διανομή μερίσματος στο σύνολο των ενεργών μελών του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών και η ρύθμιση της παρακράτησης των πόρων του. Με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης συγκροτείται ελεγκτική επιτροπή για τη νομιμότητα της διαχείρισης του ειδικού διανεμητικού λογαριασμού, η οποία αποτελείται από δύο (2) Πρωτοδίκες της εφετειακής έδρας, στην οποία εδρεύει ο οικείος σύλλογος δικαστικών επιμελητών, με τους αναπληρωτές τους, καθώς και έναν (1) δικαστικό επιμελητή μέλος της διοίκησης του οικείου συλλόγου, με τον αναπληρωτή του. Οι δικαστικοί λειτουργοί ορίζονται μετά από πρόταση του προέδρου του οικείου δικαστηρίου και ο δικαστικός επιμελητής μετά από πρόταση του προέδρου του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών.

2.Οι πόροι του ειδικού διανεμητικού λογαριασμού προέρχονται από την υποχρεωτική καταβολή εισφορών, με τη μορφή παρακράτησης, το ποσοστό της οποίας ορίζεται με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης της παρ. 1, και το οποίο δεν υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) επί της δικαιούμενης καθαρής αμοιβής κάθε δικαστικού επιμελητή σε ολόκληρη την επαγγελματική ύλη του, όπως προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 1, μετά από αφαίρεση του ποσού της παρακράτησης φόρου. Το ποσοστό του πρώτου εδαφίου δύναται να αναπροσαρμόζεται, τηρουμένου του ανώτατου ορίου του ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%), με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 1. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται η διαδικασία είσπραξης, απόδοσης και διανομής των ποσών που παρακρατούνται, ο χρόνος απόδοσης και διανομής, τα ποσοστά που παρακρατεί ο σύλλογος, καθώς και άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας.

3.Υπόχρεος προς καταβολή του ποσοστού που παρακρατείται είναι ο δικαστικός επιμελητής, καθώς και οι αστικές εταιρείες δικαστικών επιμελητών, η λειτουργία των οποίων διέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 19 του παρόντος και το π.δ. 68/2011 (Α’ 153), τα μέλη των οποίων διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις. Σε περίπτωση καθυστέρησης απόδοσης των παρακρατούμενων ποσοστών από τα υπόχρεα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, επιβάλλεται προσαύξηση σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) κατ’ έτος.

4.Ειδικά επί αμοιβών που αφορούν στις επιδόσεις και τις λοιπές διαδικαστικές πράξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του παρόντος, οι οποίες διενεργούνται για λογαριασμό: α) νομικών προσώπων που εμπίπτουν στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), β) Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, γ) επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, δ) πιστωτικών ιδρυμάτων, ελληνικών και ξένων, ε) νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, ελληνικών και αλλοδαπών, στα οποία εκχωρούνται η είσπραξη, η εξασφάλιση και η διαχείριση απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων ή νομικών προσώπων στα οποία μεταβιβάζονται δικαιώματα και απαιτήσεις κατά των οφειλετών πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) και εταιρειών απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.) του ν. 4354/2015 (Α’ 176), δύναται να θεσπίζεται με την απόφαση της παρ. 1 του παρόντος υποχρέωση παρακράτησης του ποσοστού και απόδοσής του απευθείας από τον εντολέα στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών. Με την ίδια απόφαση δύναται να ορίζεται το ποσοστό της αμοιβής που παρακρατείται και αποδίδεται στον λογαριασμό του πρώτου εδαφίου της παρ. 1, τηρουμένου πάντως του ανώτατου ορίου του πρώτου εδαφίου της παρ. 2. Το ύψος του ποσοστού της αμοιβής των δικαστικών επιμελητών για τις επιδόσεις και των αμοιβών για τις λοιπές διαδικαστικές πράξεις της παρ. 2 δύναται να είναι είτε όμοιο είτε διαφορετικό.

5.Η αξίωση καταβολής μερισμάτων που δεν ζητήθηκαν από τους δικαιούχους του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) έτους από την ημερομηνία έναρξης της διανομής, παραγράφεται και τα αναλογούντα ποσά περιέρχονται αυτοδικαίως στον ειδικό διανεμητικό λογαριασμό του συλλόγου στον οποίο ανήκει ο δικαιούχος.».

2.Η υπ’ αρ. 36581/12.4.1991 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β’ 275), περί καθορισμού αποδιδόμενου ποσοστού στον σύλλογο δικαστικών επιμελητών Εφετείων Αθηνών Πειραιώς – Αιγαίου – Δωδεκανήσου από την αμοιβή των μελών του και η υπ’ αρ. 142193/16.12.1996 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β’ 1176), περί παρακράτησης ποσοστού αμοιβής και διανομής στα μέλη του συλλόγου δικαστικών επιμελητών Εφετείου Θεσσαλονίκης, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης της παρ. 1 του άρθρου 51 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών, όπως αντικαθίσταται με την παρ. 1 του παρόντος.

Άρθρο 56

Αρμοδιότητες Γενικής Συνέλευσης Συλλόγου Δικαστικών Επιμελητών – Τροποποίηση άρθρου 97 ν. 2318/1995

Στο άρθρο 97 του ν. 2318/1995 (Α’ 126) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) προστίθεται τίτλος, β) στην περ. α’ επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, γ) το δεύτερο εδάφιο της περ. γ’ τροποποιείται ως προς την απαιτούμενη απαρτία και πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης της Γενικής Συνέλευσης σχετικά με την καθιέρωση ειδικών εισφορών και το άρθρο 97 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 97

Αρμοδιότητες Γενικής Συνέλευσης Η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου είναι αρμόδια για: α) την εκλογή της εφορευτικής επιτροπής κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 96, β) τον έλεγχο των πεπραγμένων του διοικητικού συμβουλίου, την ψήφιση του ετήσιου προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων την έγκριση του απολογισμού και τον έλεγχο της διαχειρίσεως της περιουσίας του Συλλόγου, γ) την καθιέρωση ειδικών εισφορών με καθορισμό συγχρόνως του σκοπού για τον οποίο θα διατεθούν. Για τη λήψη τέτοιας απόφασης απαιτείται η παρουσία του ενός τρίτου (1/3) των μελών του Συλλόγου που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου και η ειδική πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των παρόντων, δ) την υποβολή προτάσεων κατά το άρθρο 51 του παρόντος,

ε) την απόφαση για κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει τον Σύλλογο και τα μέλη του.».

Άρθρο 57

Απαρτία Γενικής Συνέλευσης Συλλόγου Δικαστικών Επιμελητών – Τροποποίηση άρθρου 99 ν. 2318/1995

Στο άρθρο 99 του ν. 2318/1995 (Α’ 126) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) προστίθεται τίτλος, β) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 προστίθεται μετά από τη λέξη «δικαίωμα» η λέξη «ψήφου» και επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, γ) στην παρ. 2 διαγράφονται οι λέξεις «με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 51 και της περ. γ’ του άρθρου 97 του παρόντος», δ) στην παρ. 3 προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο και επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και το άρθρο 99 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 99

Απαρτία Γενικής Συνέλευσης

1. Η Συνέλευση λογίζεται ότι βρίσκεται σε απαρτία εάν παρευρίσκεται το ένα τέταρτο (1/4) τουλάχιστον από τα μέλη που είναι γραμμένα στο μητρώο του συλλόγου, σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερα των τριάντα (30). Δεν υπολογίζονται για τη διαμόρφωση της απαρτίας και δεν έχουν δικαίωμα ψήφου τα μέλη που τελούν σε αργία, αναστολή ή δεν έχουν εκπληρώσει τις προς τον σύλλογο και την ομοσπονδία οικονομικές τους υποχρεώσεις.

2. Η συνεδρίαση αρχίζει με τη διαπίστωση της απαρτίας, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της συζητήσεως και κατά τη λήψη των σχετικών αποφάσεων.

3. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει απαρτία, η Συνέλευση επαναλαμβάνεται εντός είκοσι (20) ημερών. Σε αυτήν την περίπτωση, απαρτία υπάρχει, εάν παρευρίσκεται το ένα όγδοο (1/8) τουλάχιστον των μελών του Συλλόγου, και σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερα των είκοσι (20) μελών, με την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 και της παρ. 2. Αν ματαιωθεί και η συνεδρίαση αυτή από έλλειψη απαρτίας, δεν συγκαλείται πλέον η Συνέλευση, αλλά για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης αποφασίζει το διοικητικό συμβούλιο.

4. Στις συνεδριάσεις της συνελεύσεως παρευρίσκονται μόνο τα μέλη του Συλλόγου. Η παρουσία άλλων προσώπων επιτρέπεται μετά από απόφαση και πρόσκληση του διοικητικού συμβουλίου ή απόφαση της Συνελεύσεως.».

Η υπεύθυνη νομοθεσίας της ΟΔΕΕ

Αικατερίνη Γκουρνέλου

πηγή: ΟΔΕΕ

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Optionally add an image (JPEG only)